- νηματώδεις
- οι нитчатые черви
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηματέλμινθες — Τύπος ασπόνδυλων με σώμα κυλινδρικό, μη μεταμερικό, γενικά χωρίς κινητικές αποφύσεις, του οποίου η επιδερμίδα έχει σκληρυνθεί από μια ουσία ανάλογη με τη χιτίνη των εντόμων. Εξαιτίας της μορφής του σώματός τους, οι ν. λέγονται λαθεμένα και… … Dictionary of Greek
νηματώδης — ώδες (Α νηματώδης, ῶδες) [νήμα] 1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.) 2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο») νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις ζωολ. φύλο ή ομοταξία… … Dictionary of Greek
ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
μεροσπερμία — η ζωολ. τρόπος αναπαραγωγής που απαντά σε ορισμένους νηματώδεις σκώληκες και κατά τον οποίο η γονιμοποίηση δεν ακολουθείται από αμφιμιξία και το αβγό έχει προέλευση αποκλειστικά μητρική, τουλάχιστον ως προς τον πυρήνα του … Dictionary of Greek
νηματίαση — η ιατρ. νόσος που οφείλεται σε διαφόρους νηματώδεις σκώληκες τών οποίων τα έμβρυα εισδύουν στον οργανισμό διά μέσου τού δέρματος … Dictionary of Greek
πρωτονεφριδιακός — ή, ό, Ν [πρωτονεφρίδιο] φρ. «πρωτονεφριδιακό σύστημα» το απεκκριτικό σύστημα σε μερικά απλά ασπόνδυλα, λ.χ. στους πλατυέλμινθες, στους νηματώδεις και στα τροχόζωα … Dictionary of Greek
σπειρούρωση — η, Ν ιατρ. σπάνια παρασιτική νόσος τού ανθρώπου που οφείλεται στους εντερικούς νηματώδεις σκώληκες τής οικογένειας σπειρουλίδες … Dictionary of Greek
στρογγυλίαση — η, Ν 1. (κτην.) παρασιτική νόσος τών κατοικίδιων ζώων που προκαλείται από νηματώδεις σκώληκες τής οικογένειας στρογγυλίδες και άλλων συγγενικών οικογενειών 2. φρ. α) «εντερική στρογγυλίαση» στρογγυλίαση τών ιπποειδών, που παρατηρείται κυρίως στα… … Dictionary of Greek
συγγάμωση — η, Ν (κτην.) παρασιτική νόσος τών αναπνευστικών οδών τών πτηνών, η οποία προκαλείται από τους νηματώδεις παρασιτικούς σκώληκες συγγάμους, κν. ασθένεια τού κόκκινου σκουληκιού, ασθένεια τού διχαλωτού σκουληκιού ή ασθένεια τού χασμουρητού. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… … Dictionary of Greek